Τσαγκαροδευτέρα σήμερα και πιο πολύ από τις άλλες τσαγκαροδευτέρες η σημερινή, μια γιατί είναι Δευτέρα, μια γιατί είναι η πρώτη μετά απ’όλες τιος γιορτές. Αποσυντονισμός, μια αίσθηση ματαιότητας, και τώρα τι, με τι να πρωτοασχοληθώ, αποσυγκέντρωση, έλλειψη στόχου. Κάτι που δε συμβαίνει μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, τότε επανέρχομαι συγκεντρωμένη, με στόχους, πρόγραμμα, θέλω όλα να τα κάνω.
Εγραφα τις προάλλες πως συναντήθηκα με μια φίλη, φίλη ετών 24. Πάει να πει πως 24 έτη τη γνωρίζω, από τα φοιτητικά μας χρόνια. Κάθε φορά που συναντώ ή μιλώ με κάποια από την παρέα τη φοιτητική, έρχονται αναμνήσεις και πλημμυρίζουν το μυαλό μου και όλα γίνονται πιο αργά, γλυκά,νοσταλγικά, στιγμές γεμάτες από μνήμες και αναπολήσεις. Απ’όλες τις άκρες της Ελλάδας συναντηθήκαμε και γίναμε παρέα σε μια πόλη , μια πόλη που εγώ την ένοιωθα μακρινή και απομονωμένη, έχοντας γεννηθεί και ζήσει στην Αθήνα. Ωστόσο πρόκειται για μια πόλη γραφική, με δικό της ξεχωριστό χρώμα, πρωτόγνωρο τότε για μένα και για τους δικούς μου που την ιστορία της νεότερης Ελλάδας με τις ανταλλαγές πληθυσμών στη Θράκη τη γνωρίζαμε θεωρητικά χωρίς να υποψιαζόμαστε πώς αυτή αντικατοπτριζόταν στην περιοχή. Ο μειονοτικός πληθυσμός και η καθημερινότητα του ήταν για εμάς το couleur local του τόπου το οποίο βλέπαμε με την περιέργεια και την απόλαυση του ... μόνιμου τουρίστα. Κάποιοι νοιώθαμε απλώς αδιαφορία, κάποιοι επιφύλαξη, κάποιοι απώθηση και φόβο για όλο αυτό σκηνικό που συνθέτει ο μουσουλμανικός τρόπος ζωής σε έναν τόπο τον οποίο ξέραμε για ελληνορθόδοξο. Οι περισσότεροι διήγαμε το φοιτητικό μας βίο χωρίς κανένα σοβαρό ενδιαφέρον για τη μουσουλμανική ζωή και την ιστορία του τόπου στον οποίο βρισκόμασταν.
Στα «τούρκικα» πηγαίναμε για να χαζέψουμε ή για να φάμε κανένα μεζεδάκι , ψωνίζαμε κι από ένα ζαχαροπλαστείο τις τοπικές λιχουδιές κι εκεί έφθανε η ανάμειξη μας.
Τη μία και μοναδική φορά που ταξίδεψα για την Κομοτηνή –γιατί αυτή είναι η πόλη για την οποία γράφω – με τραίνο, μετά από μία πεισματική επιμονή να αποδείξω στη μητέρα μου ότι δε χρειαζόμουν τα λεφτά του αεροπλάνου, τα οποία μου είχε «χτυπήσει» ότι πλήρωνε σε έναν καβγά μας, έζησα επί 20 ώρες στο ρυθμικό αλλά και κουραστικό ταρακούνημα του βαγονιού πάνω στις ράγες, κουράστηκα από τα άβολα για τόσο μεγάλο ταξίδι καθίσματα, βαρέθηκα και αναθεμάτισα την απρονοησία μου να πάρω μαζί κάποιο βιβλίο, απογοητεύτηκα και λύσσαξα στην πείνα όταν πήγα στην καντίνα – μου είχαν πει να μην πάρω μαζί φαγώσιμα γιατί το τραίνο είχε εστιατόριο - και βρήκα μόνο σάντουιτς με ψωμί για τοστ ( πρώτο στάδιο απογοήτευσης) και όταν ζήτησα ένα με τυρί και ζαμπόν, μου είπαν ότι ήταν συσκευασμένα και είχαν μόνο με τυρί ή μόνο με ζαμπόν! ( δεύτερο και πολύ μεγαλύτερο στάδιο απογοήτευσης ).
Ομως διέσχισα, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, την κοιλάδα του Νέστου έτσι όπως μόνο το τραίνο τη διασχίζει και περνά μδίπλα από τον υδροβιότοπο, μια διαδρομή που δεν πλησιάζει κανένας δρόμος, γνώρισα ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, είδα αθίγγανες με τσούρμο τα παιδιά τους να κοιμούνται στο πάτωμα του τραίνου και στο τέλος εξουθενωμένη, ζαλισμένη, πεινασμένηκαι θαμπωμένη ακόμη από την ομορφιά του Νέστου, το κελάηδημα των πουλιών, τον ήλιο που κατέβαινε ανάμεσα στις καλαμιές κι άφηνε πίσω του ένα ροδαλό χρώμα σα μάγουλα ντροπιασμένα, έφθασα στο μελαγχολικά όμορφο σταθμό της Κομοτηνής. Ηταν βεβαίως σκοτάδι για να καταλάβω πόσο όμορφος ήταν – ελπίζω να είναι ακόμη - μ’ έναν τρόπο γραφικό και παλιομοδίτικο και στο δρόμο για το ξενοδοχείο τα μπουγατσάδικα έβγαζαν ζεστές τις πρώτες μπουγάτσες, αδυναμία έχω σ’ αυτές με τυρί.
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στην Κομοτηνή τότε αλλά ήμουν ελέυθερη και μόνη σε ένα ξενοδοχείο ( πιο πριν με φιλοξενούσαν οικογενειακοί φίλοι) το οποίο μόνη μου είχα βρει και είχα κλείσει δωμάτιο τηλεφωνικώς. Ενα νεοκλασσικό κτίριο που έβλεπε στην πλατεία χωρίς ασανσέρ και το δωμάτιο που μου έδωσε ο γέρος ιδιοκτήτης ήταν στον τρίτο και τελευταίο όροφο. Η τουαλέτα ήταν κοινή ανά τρία δωμάτια και για να κάνεις μπάνιο έπρεπε να το παραγγείλεις (να δηλώσεις ώρα δηλαδή) και να το προπληρώσεις, νομίζω τριάντα δραχμές το 1984.
Οταν βγήκα και γύρισα το απόγευμα γιατί είχε αρχίσει να βρέχει, στο πάτωμα του δωματίου είδα δυο λεκάνες. Τη νύχτα ξύπνησα επειδή η στέγη έσταζε πάνω στο κρεβάτι μου. Εκεί δεν έμπαιναν λεκάνες, είχα μπει εγώ.
Τις επόμενες μέρες έκανα φιλίες και έβγαινα μαζί τους και όταν επέστρεφα στο ξενοδοχείο μετά τις 23.00, ο γέρο ξενοδόχος ερχόταν να μου ανοίξει αφού με είχε να χτυπώ το κουδούνι της κλειδωμένης πόρτας ξανά και ξανά μες στο κρύο, μουτρωμένος και με αυστηρό βλέμμα για τις ασωτίες μου και για τον ύπνο του που έχανε από τους πελάτες.
Δεν ξαναέμεινα στο ξενοδοχείο αυτό το οποίο, όπως μου λένε, σήμερα είναι ανακαινισμένο και έδειξε όλην την αρχοντιά της αρχιτεκτονικής του και απέκτησε μια πολυτέλεια την οποία δε μπορούσε να φανταστεί ο κόσμος μας ο κομοτηναίικος του 1984.
Αυτά προς το παρόν.
Σας αφήνω ως passenger.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ασε κι εσύ ένα σχόλιο, μπορείς.