Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Στο τσακ !



Τσσσαααακκκ!

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Σοκολατοκατάσταση για να ξεφύγω απ' τη θολούρα μου



Αμάν πια με όλη αυτήν τη φημολογία για το σχέδιο διάσωσης της οικονομίας μας!  Ε.Ε. ή Διεθνές Νομισματικό Ταμείο? Γερμανία, Γαλλία, Κίνα, ποιός θα μας σώσει? Νέο σχέδιο διάσωσης μας. Ποιός θα μας βουλιάξει?  Μπήκαν και οι μυστικές υπηρεσίες τώρα στο παιχνίδι! Μένει να μπει η NASA και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος. 

Θα κοπεί ο 14ος μισθός? Πώς θα γίνουν οι απαλλαγές με τις αποδείξεις? Θα αυξηθεί το ΦΠΑ? 
Φτάνει, φτάνει, με ξέκαναν πια! Με ξέκαναν όλες αυτές οι συζητήσεις, η φημολογία, οι υποθέσεις. Δε θέλω να ακούω. Θέλω μόνο να αναμένω. Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Βιβλίο του Μαρκές και ταινία. Λίγο απογοητευτική σε σχέση με το βιβλίο. Θυμάμαι το Ρούπερτ Εβερετ και τον Αντονυ Ντελόν. 

Στο μεταξύ η σκόνη της ερήμου, που απειλούσε από τις αρχές της εβδομάδας ότι θα μας κατακλύσει, άρχισε να καλύπτει τον ουρανό από τα μέσα της εβδομάδας. Σήμερα όμως πια, ζούμε κάτω από έναν θολό ουρανό, θολό σαν την εθνική οικονομική κατάσταση και το μέλλον της. Θολό και του ζόφου, όχι όπως όταν είναι συννεφιασμένος, τότε γκριζάρει, αλλού πιο σκούρος, πιο ανοιχτός. Σήμερα έχει μια ομοιόμορφη γκρίζα θολούρα, σαν αιθαλομίχλη, που κρύβει τον ήλιο.

Γίναμε πια με την Αφρική, αδελφές ψυχές. Κάθε τόσο μας στέλνει η αδελφή ήπειρος λίγη από τη σκόνη της για να μαθαίνουμε κι εμείς πώς είναι να είσαι Αφρική. Λέτε να μας προετοιμάζει?

Κι αφού σκέφτηκα αυτά, είπα, δε φτιάχνεις και κανένα γλυκό, να γλυκάνεις το week end ?   Κι  έφτιαξα ένα που η έφτιαχνε η θεία μου . Ιδού να σας γλυκάνω και λίγο γιατί πολύ γκρίζο βγήκε τον τελευταίο καιρό.
Πρόκειται για λιχούδικο γλυκάκι, στην πραγματικότητα είναι brownies με γλάσο αλλά στην μακρινή εκείνη εποχή που το έμαθα (αισίως το 1984), το ξέραμε ως γλυκό σοκολάτας.

Λοιπόν, σε μία κατσαρόλα έβαλα 1 πακέτο βιτάμ, 2 φλυτζάνια ζάχαρη, 2 κουτ. σούπας κακάο και μισή πλάκα κουβερτούρα και 1,5 ποτήρι νερό.

Τα ανακάτεψα μέχρι να ομογενοποιηθούν και να γίνουν ένα ωραίο υγρό, σα σιροπάκι, σε προγλασική κατάσταση. Κράτησα μία κούπα απ' αυτό χωριστά. 




Και για να είναι μπολικούτσικο, δεν κράτησα μία κούπα, κράτησα μία κούπα σούπας, όπως βλέπετε, είναι σαφές τι είναι, δεν το μπερδεύετε με κρεμμυδόσουπα.





Στο μεταξύ, είχα χωρίσει και τρία αυγά, τους κρόκους απ' τ΄ασπράδια και τα χτύπησα σε μαρέγκα σφιχτή σφιχτή.




Επιστροφή στην κατσαρόλα τώρα. Εριξα και αλεύρι τύπου φαρίνα (δηλ. που φουσκώνει), δύο με τρία φλυτζάνια, εξαρτάται από το μέγεθος, και ανακάτεψα να ομογενοποιηθεί. Εβγαλα από τη φωτιά και έριξα και τους κρόκους ανακατεύοντας.



Το αποτέλεσμα, στη φάση αυτή, είναι κάπως έτσι, έχει δέσει δηλ. σε κρεμούλα απαλή και λεία.
Αφού κρύωσε λίγο ακόμη, έριξα  απαλά τη μαρέγκα και την ανακάτεψα απαλά μέχρι - πάλι - να ομογενοποιηθεί. 



Είχα προθερμάνει το φούρνο, εγώ πάντα στους 200 βαθμούς προθερμάινω, και πήρα ένα ωραίο πυρεξάκι, μάλλον του 35 x 15, το πασαάλειψα με λίγο εναπομείναν βιτάμ.
Μετά , τι άλλο, άδειασα την κρεμούλα στο πυρέξ και το έψησα για μισή ωρίτσα στους 170 βαθμούς, ( αναλόγως και το φούρνο βέβαια). 
Το έβγαλα, το έκοψα σε τετράγωνα και περιέχυσα με το περιεχόμενο του onion soup, το οποίο είχε στο μεταξύ κρυώσει και από προγλασική, ήταν σε γλασική κατάσταση.
Οταν θα κρυώσει, και θα έχει πιει μέσα από τις χαρακιές, θα έχει μείνει από πάνω ένα ωραίο λιχούδικο γλάσάκι. 


    Εγώ ανυπομονώ να κρυώσει, εσείς?
 

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Από τη Σαρακοστή...στην έρημο



Πέρασε κι η αποκριά,                       
πάν' τα γλέντια τα καλά.     
Τώρα η Σαρακοστή 
και καμμια άλλη γιορτή


 
Τώρα Σαρακοστή πλέον και παντού. Ειδικά στην οικονομία. Της χώρας, της τσέπης μας, της Ε.Ε. 
Και όλη αυτή η ειδησεογραφία που αλαλάζει, με φήμες και υποφήμες και κόντρα φήμες για οικονομική βοήθεια, για κόψιμο σ' αυτό, κόψιμο στο άλλο, κόψιμο στο παράλλο. 

Τι να κόψεις απ' τα κομμένα? Κι εντάξει, τώρα τρέξε να σβήσεις τη φωτιά αλλά για επενδύσεις δεν ακούω και τίποτα κι αν δεν κάνεις επενδύσεις, τότε η φωτιά θα ξανανάψει κι εμίς από νερό ουδέν. Ημιέρημος είμαστε, έρημος θα γίνουμε.

Οπως το σπίτι μου. Κέντρο Αθήνας, πολυκατοικία, δεύτερος όροφος, φυσικό αέριο, ανάβει κάθε πρωί  για μια ώρα, κάθε βράδυ κατά τις οκτώ ή και επτάμισυ μέχρι τις έντεκα, ναι έντεκα και εάν η πρόβλεψη μιλάει για θερμοκρασία κάτω από 15, ανάβει και το μεσημέρι για δυο ωρίτσες και δος του μισή ακόμα ώρα τη νύχτα.
Εκείνος ο θερμοστάτης δε, είναι ρυθμισμένος στα πολύ χάϊ του και τα σώματα ζεματάνε πριν τ' αγγίξεις. 

Τι στεγνώνω εκεί πάνω,στα καλοριφέρ, δε λέγεται. Δυο μπουγάδες σε βάρδια. Βρέχει έξω με το τουλούμι? Κανένα πρόβλημα. Στο καλοριφέρ. Η πετσέτα η παχιά η απορροφητική, η μεγάλη του μπάνιου, άρτι εξαχθείσα από το πλυντήριο, στιμμένη βεβαίως, θέλει μια ωρίτσα. Με το βραδινό ωράριο καλοριφέρ στεγνώνω δυο πλυντήρια.
Αφού τώρα με την οικονομία, έβαλα δοχείο με νερό της βρύσης πάνω σε ένα σώμα και στη μισή ώρα βγήκε ζεστό, ζεστό. Οχι βεβαίως ζεματιστό αλλά ούτε και χλιαρό, ζεστό ζεστό. Λέτε να ψήσω και καφέ?
 Τι ανοίγω τα παράθυρα διάπλατα, τι ψεκάζω το φυτό μου, του εσωτερικού χώρου - βλέπετε ένα μου έμεινε, τ' άλλα έγιναν εξωτερικού, αυτό ή που θα χαλάσει απ' τη ζέστη ή που θα επιβιώσει, ν' αλλαξοπιστήσει και να γίνει εξωτερικού δε γίνεται  - τι ψεκάζω τα σώματα, τίποτα!

Αλλά και πού τα ψεκάζω, το νερό τσιτσιρίζει πάνω στο καυτό μέταλλο και στεγνώνει αυτοστιγμεί. 
Κι ανοίγω τα παράθυρα αλλά πιο πολύ ανοίγω το παράθυρο στην κρεββατοκάμαρα μου. Διάπλατα ,μέχρι όχι να σβήσει αλλά να κρυώσει το καλοριφέρ. Αλλά που να κρυώσει. Οταν σβήνει στις έντεκα δεν κρυώνει! 

Αλλά κι εγώ θέλω να απολαμβάνω το πάπλωμα μου το πουπουλένιο και με έχω στα πούπουλα όταν κοιμάμαι κι όχι σε καμμιά επίπεδη, χαριτωμένη κουβερτούλα. Θέλω να αλλάζω τις παπλωματοθήκες μου ανάλογα τη διάθεση μου, να νοιώθω το αφράτο πούπουλο να αναπηδά όταν σκεπάζομαι και έτσι αρνούμαι να έχω πιο ελαφρύ σκέπασμα. 

Αλλωστε Γενάρης, Φλεβάρης, μπορείς να ζήσεις με κουβέρτα? Δεν ταιριάζει στην εποχή, στην Ελλάδα είμαστε, το θέλουμε το πάπλωμα μας, όχι στο Μαρόκο. 
Ο δε υιός Αρης κοιμάται και με ανοιχτό παράθυρο. Ασε που του πήρα και του έβαλα άλλα πούπουλα αυτού, πιο ελαφρά και ανοιξιάτικα, γιατί το παιδί μου ξύπναγε ιδρωμένο κάθε μέρα, βαρέθηκα ν' αλλάζω σεντόνια. Το παράθυρο ανοιχτό όμως.

Ασε που κυκλοφορούμε με το φανελάκι. Γιατί και με τα κρύα τα πολλά προ εικοσαημέρου,εμείς με το φανελάκι είμασταν. Σε λίγο θα είμαστε με το μαγιώ. 
Τώρα πια δεν ξέρω τι καιρό κάνει έξω. Ολό ζέστη νομίζω ότι κάνει και βγαίνω και κυκλοφορώ με τα πουκαμισάκια και με τα σακάκια, βία μια καμπαρντίνα όταν βλέπω συννεφιά και πώς δεν έχω αρπάξει καμμια πούντα ακόμη, δεν ξέρω.
 Εδώ βλέπετε απελπισμένο γείτονα μας να πραγματοποιεί τάμα που έχει κάνει για να δροσίσει το κτίριο μας.

Αμ, το άλλο πόυ το πάς? Για το ανθυγιεινά ξηρό περιβάλλον της ζέστης είπα. Αλλά το ενεργειακό? Δεν είναι κρίμα να σπαταλιέται τόση ενέργεια και να έχουμε ανοιχτά παράθυρα? Δεν είναι άδικη σπατάλη πόρων να υπερθερμαινόμαστε όταν μπορεί να ρυθμιστεί ο θερμοστάτης χαμηλά και να καίει πιο πολλές ώρες? Θα μου πεις τώρα, πόσες ώρες, όλην την ημέρα, αντί για τις επτάμισυ οκτώ να ξεκινάει στις πέντε το απόγευμα? 

Δεν ξέρω, πάντως νοιώθω ότι ερημοποιείται το σπίτι μου, σε λίγο θα αρχίσει να κατακλύζεται από άμμο. Οχι δε θα' ρθει από τη Σαχάρα, θα' ναι η σκόνη που θα γίνουν τα ωραία μου πραγματάκια από την πολλή ξηρασία του χώρου. Θα χάσουν την υγρασία τους και θα  ξεραθούν τόσο που θα κονιορτοποιηθούν. Και μετά η σκόνη αυτη, η άμμος θα φάει και όλα τα γόνιμα εδάφη που θα είναι το χώμα στις γλάστρες μου στο μπαλκόνι, όπως η Σαχάρα καταπίνει εύφορο έδαφος στην Αίγυπτο. Κι έτσι θα μείνω σαν καλαμιά στην έρημο του σπιτιού μου.

Απ' αυτήν τη Σαρακοστή θ' αρχίσει η ερημοποίηση μου και θα με βρούνε ερημίτισσα , δηλ.της ερήμου αλλά μόνη δε θα' μαι γιατί όλοι θα ζούμε πλέον σε μιαν έρημο.  
Φωτογραφία απ' το μέλλον. Εδώ με βλέπετε με τις φίλες μου, με συνολάκια ερήμου, να βολτάρουμε σ' αυτό που θα είναι σε λίγο καιρό το κέντρο της Αθήνας. Ο φωτογράφος της εφημερίδας που μας φωτογράφισε, έχει προχωρημένη τεχνολογία και κατάφερε να την στείλει στο παρελθόν για να με προειδοποιήσει . 
 




 



Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Το καρναβάλι στην Αθήνα την παλιά

Κάθε μας λύπη μακριά
κι ανοίξτε τα βαρέλια
και την τρελλή Αποκρηά
με γέλια και με γλέντια
Κάθε λεβέντης από μας
και κάθε παλληκάρι
ας τραγουδήσει κι ας χαρεί
κι όποια τ' αρέσει ας πάρει...

Και μετά την αναδρομή σε πρόσφατες αποκριές ( για να μη νομίζετε ότι είμαι και μεγάλη, θα παραμείνω δεσποινίς ετών 39 για το υπόλοιπο του βίου μου), μ' έπιασε να ψάχνω για τις αποκριές της παλιάς Αθήνας, τότε που ήταν τόσο μικρή ώστε όλοι ήταν μια παρέα, όλοι ήταν γνωστοί.

Από τα "Αθηναϊκά", το περιοδικό του Συλλόγου των Αθηναίων διαβάζω για τον εορτασμό της Αποκρηάς ( όπως την έγραφαν τότε, με η). Ο Σύλλογος των Αθηναίων ιδρύθηκε το 1895 ως Αθηναϊκός Σύλλογος" και λειτουργεί ως τις μέρες μας. Από το 1955 εκδίδει τα Αθηναϊκά με άρθρα σχετικά με τη ζωή, τις ιστορίες και τα έπη της Αθήνας.
Σ' ένα απ' αυτά, του 1968, ο Κώστας Δημητριάδης, στέλεχος του ΕΟΤ, γράφει για το "Το καρναβάλι στην Αθήνα την παλιά". Ως παλιά Αθήνα εννοούσε την Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα. Ιδού.

"Τα πολιτικά κι όλα τ' άλλα τερτίπια κι αλληλοτρωγώματα που τριβέλιζαν ανέκαθεν τα μυαλά των Αθηναίων, παραμέριζαν τις Απόκριες στη μικρή ακόμα τότε πρωτεύουσα, κι όλες κι όλοι δε μιλούσαν παρά για τα "Μπαλ Μασκέ" στα "μεγάλα" σπίτια, όπως του Σερπιέρη, του Μαυρομιχάλη κι άλλα, σε δημόσιους αποκρηάτικους χορούς όπως του Δημοτικού Θεάτρου, του Παρνασσού, της Αγγλικής Πρεσβείας, της Ρωσσικής, αργότερα του χορού των Συντακτών και για το γλεντοκόπημα στις ξακουστές τότε ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή. Του Τζουτζούρη, του Καβαλλάρη, του Παπαχειμώνα, του Γάκη, του Ρούκουνα, του Κρητικού, του Καρούμπαλα, του Ζαφείρη, του Αλήκοκο και τόσες ακόμα.
Στα σπίτια που δεχόντουσαν παρέες μασκαράδων, για να επιτρέψουν την είσοδο τους, αφού ο αρχηγός της παρέας χτύπαγε το ρόπτρον, ανασήκωνε τη μάσκα του για να τον αναγνωρίσει ο οικοδεσπότης και τότε έπαιρνε την άδεια για να περάσει μέσα με τους φίλους του χωρίς να έχει την υποχρέωση να βγάλει κανένας τους τη μάσκα.

Στα ποιητικά σαλόνια του Σουρή όμως οι παρέες των μασκαράδων έμπαιναν ελεύθερα ,
χωρίς ανασήκωμα της μάσκας.
Ο μπουφές της Αποκρηάς στο σπίτι του Σουρή και της φιλόξενης κυρίας του, της μαντάμ Μαρή, δεν ήταν βέβαια τόσο πλούσιος όσο στου Σερπιέρη. Οι αυτοσχέδιοι όμως στίχοι πασπαλισμένοι με μπόλικον "Αττικόν Αλας" ήταν πλουσιώτατοι και χάριζαν το γέλιο.
Στα σαλόνια του Σουρή πάντα παρόντες οι "μεγάλοι" φίλοι του, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Καμπούρογλου, ο Λάσκαρης, ο Βελιανίτης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Τσοκόπουλος, ο Πωπ, ο Στρατήγης, ο Σκόκος, ο Νιρβάνας και άλλοι.
Κάποια αποκρηάτικοι βραδιά, έκαναν την παρουσία τους στου Σουρή δυο υψηλότατοι μασκαράδες με ντόμινα. Ο Αννινος ψιθύρισε στη μαντάμ Μαρή πως ήταν οι πρίγκηπες Νικόλαος και Ανδρέας. Η κα Σουρή άρχισε τότε τις ρεβεράντσες... Σε λίγο όμως οι δύο μυστηριώδεις "πρίγκηπες" έβγαλαν τις μάσκες και δεν ήταν άλλοι από τους "υψηλότατους" αδελφούς, τον Κοκό και το Βασιλάκη Μελά.

Και να πως σατίριζε ο Σουρής στο "Ρωμηό" του το καρναβάλι της Αθήνας.

" Γλέντα λοιπόν Αποκρηά μασκαρεμένη χώρα
που ένα μόνο έμαθες στα φανερά να κλέβεις
Να γίνεσαι ρεντίκολο κάθε στιγμή και ώρα
που όλα τα μασκάρεψες κι όλα τα μασκαρεύεις
Εξω λοιπόν οι λύπες, έξω κακή καρδιά
και πάλι Καρναβάλι ανοίγει βρε παιδιά. "

"...Η βασίλισσα του λαϊκού καρναβαλιού ήταν η Γκαμήλα. Την έφτιαχναν στις αυλές του Ψυρρή με λίγα σανίδια, λίγες προβιές, παλιά χαλιά, μια μασέλα αλόγου και πολλή φαντασία. Οι γαβριάδες της γειτονιάς χωνόντουσαν,μικροί σατανάδες, από κάτω της και τη ζωντάνευαν, τη χόρευαν, την έτρεχαν, την έκαναν ν' αρπάζει καπέλα, πορτοφόλι,κουλούρια, ακόμη και να δαγκώνει.
Διάσημος Πετραλωνίτης γκαμηλιέρης ήταν τότε ο Βαγγελάρας με τ' όνομα. Μα με τα χρόνια τον έφαγε το "ποτήρι " και μια μέρα πέθανε κάτω στα Καρναβάλια.
Ο Τίμος Μωραϊτίνης τότε, που ήταν μέγας θαυμαστής του, του έγραψε αυτόν τον επικήδειο
...Κι ο Βαγγελάρας πέθανε.
Κι οι φίλοι του τον κλάψανε
μ' αληθινό τους δάκρυ
Μουτζούρη τον επήγανε, μουτζούρη τον εθάψανε
κι εγράψανε στην άκρη
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.

"...Τα επίσημα καρναβάλια τα διοργάνωνε μια επιτροπή, το λεγόμενο "Κομιτάτο της Αποκρηάς", με επικεφαλής το Δήμαρχο. Συγκέντρωνε χρήματα από τους εμπόρους , το Δήμο,τους ταβερναρέους κι έστηνε ξύλινες εξέδρες στην οδό Σταδίου, στην οδό Κοραή απ' όπου θα περνούσε η μεγάλη παρέλαση από λουλουδιασμένα άρματα, άλλα με αρχαίες παραστάσεις,που έσερναν έξι και οχτώ άλογα, πολλά στολισμένα αμάξια με μασκαρεμένες χορωδίες, πλούσιο άρμα με τον Καρνάβαλο, άλλο άρμα με τη βασίλισσα της Αποκρηάς, άλλο με το "Πανεπιστήμιο", που απ' τη μια μεριά έβγαζαν από το φούρνο νεαρούς φοιτητές κι απ' την άλλη έβγαζαν ...τούβλα κι άλλα πλήθη από ομίλους εύθυμων μασκαράδων με συμβολικά σατιρικά κοστούμια."

"...Ο πιο μεγάλος συνωστισμός γινότανε στο σταυροδρόμι των οδών Κυδαθηναίων και Αδριανού, όπου και το σπίτι του ποιητού Γεωργίου Δροσίνη.
Πόσο χαιρόμουν τα Καρναβάλια τότε απ' το παράθυρο μου και ποσο θαύμαζα, σαν παιδί, την περίφημη παρέλαση του άρματος με την "Αρπαγή της Ωραίας Ελένης" που ήτανε ...αρσενικά και φρεσκοξουρισμένη... ιστορούσε ο ποιητής της Ανθισμένης Μυγδαλιάς.

Ξέφτισε όμως το Αθηναϊκό καρναβάλι και ύστερα από τις αντάρες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, έμεινε ανάμνηση.
Το 1930 ωστόσο, κάποιοι παλιοί Αθηναίοι με τη στήριξη του Ε.Ο.Τ. συνέστησαν πάλι ένα Κομιτάτο της Αποκρηάς και το 1931 διοργάνωσαν τις αποκρηάτικες γιορτές.
Τότε βραβεύτηκε και το καλύτερο τραγούδι της αποκριάς σε στίχους Στέλιου Χειλαδάκη.
Μέσα στης Πλάκας τα στενά
και στου Ψυρρή γλέντι αρχινά
κι ανάβει και κορώνει
και στον παλιό καλό σκοπό,
θα γίνει χαλασμός
θα ξεχαστούν οι πόνοι....
...Η νύχτα απόψε είναι μακριά
και μέσα στην Αποκρηά
ξανάζησε η Αθήνα!

Οταν πια, με τη δικατορία του Μεταξά, απαγορεύτηκε αυστηρά η μάσκα, σταμάτησε οριστικά ο εορτασμός της Αποκριάς".

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Ηρθε πάλι το τρελλό το Καρναβάλι


Μπαλ μασκέ είχα μάθει από μικρή ότι λένε τους χορούς και τις διασκεδάσεις της Αποκριάς. Τότε που μας πήγαινε η γιαγιά μου, απαραιτήτως, εμένα και την αδελφή μου, ντυμένες κολομπίνες, μαρκησίες, κινέζες και άλλα τέτοια κοριτσίστικα, στην Αίγλη του Ζαππείου να χορέψουμε , να παίξουμε και να διασκεδάσουμε.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαν προηγηθεί άλλα μπαλ μασκέ, πιο συνοικιακά. Της συμμαθήτριας, του φίλου, του σχολείου. Και πάντα το δικό μου μπαλ μασκέ καθ' ότι ο Φεβρουάριος είναι γενέθλιος μήνας και γιόρταζα την ημέρα με πάρτυ μασκέ.
Σερμπαντίνες επιτρέπονταν, χαρτοπόλεμος ουχί και δια ροπάλου καθώς μια χρονιά, από τις πρώτες που είχα κάνει πάρτυ, η μητέρα μου, αφελώς, δεν προέβλεψε να μην επιτρέψει στα παιδάκια να ρίχνουν χαρτοπόλεμο και μετά μάζευε χαρτοπόλεμο από τα πιο απίθανα μέρη όπου είχε τρυπώσει στο σπίτι μας. Κάτω απ' τα χαλιά φυσικά, ανάμεσα στα βιβλία στη βιβλιοθήκη,μέσα σε βάζα. Από τότε, έδωσε αυστηρές εντολές στον κο χαρτοπόλεμο να μένει έξω από το σπίτι.
Και όντως οι προσκεκλημένοι των επόμενων μασκέ πάρτυ σεβόντουσαν πάντα την παράκληση. Αλλά ο πονηρός κος χαρτοπόλεμος τα κατάφερνε και τρύπωνε λίγος λίγος και πότε πότε μέσα στο σπίτι, στα κεφάλια ή στους ώμους μας όταν επιστρέφαμε από καμμιά αποκριάτικη διασκέδαση. Και φώναζε η μητέρα μου "τιναχτείτε πριν μπείτε στο σπίτι".
Η επίσκεψη στην Αίγλη ήταν εκ των ουκ άνευ. Πάντα συνόδευε η γιαγιά, απομεσήμερο Σαββάτου ή Κυριακής. Τρώγαμε πάστα, πίναμε πορτοκαλάδα, χορεύαμε, γνωριζόμασταν με άλλους μασκαράδες ή δίναμε ραντεβού με συμμαθήτριες μας να συναντηθούμε εκεί ανάμεσα στα τραπέζια τα γεμάτα χαρτοπόλεμο και σερμπαντίνες. Θυμάμαι τον Κώστα Βενετσάνο και την Κούλα Νικολαϊδου στο πρόγραμμα.
Τότε, μεταξύ '70 και '80 ακούγαμε Πασχάλη στα πάρτυ μας, παιδικός μου έρωτας, μέγας, μετά τον Ντέηβιντ Κάσσιντυ φυσικά. Τότε είμασταν ακόμη στον απόηχο του θρύλλου με το τραγούδι "Φίλε μου, φίλε" που λεγόταν ότι το είχε γράψει προς τιμήν ενός φίλου του τον οποίο είχε χάσει όταν έγιεν ζευγάρι με την μετέπειτα σύζυγο Αλίκη ( υπήρξα φανατική αναγνώστρια της "Μανίνας" και της " Κατερίνας") , περιοδικά τα οποί προωθούσαν τον εν λόγω θρύλο, ο οποίος ίσως και να είναι αληθινός.
Εφηβοι πια, αρχές του '80, στα πάρτυ πίναμε και λίγο βερμουτάκι, το οποίο δεν είχε γίνει ακόμη ντεμοντέ, λίγο καμπαράκι, λίγο ρόσσο αντίκο να συνοδεύσουμε τα τυροπιττάκια, τις μπόμπες και τα λοιπά finger food. Αυτές τις μπόμπες τις είχα καημό από τότε. Μέχρι και σήμερα τρελλαίνομαι για μπόμπες μπριοσέ και σουδάκια με γέμιση κρέμας ροκφόρ ή μπεσαμέλ -ζαμπόν. Τώρα το λένε comfort food.
Ο πατέρας μου έφτιαχνε φωτορυθμικά συνδέοντας σποτ στο στερεοφωνικό - καιγόντουσαν μετά - και σηκώναμε το χαλί στο γραφείο για να χορέψουμε άνετα. Κολλούσα στη μαμά -άρχιζα το ψηστήρι μέρες πριν - να μου δώσει να φορέσω ένα μενταγιόν της μακρύ και φανταιζί, το οποίο λάτρευα. Έκανε τη δύσκολη αλλά τελικά ενέδιδε, πάντα τελευταία στιγμή.
Εννοείται ότι με την ευκαιρία ενός πάρτυ μασκέ πρωτοέβαλα σκιά ματιών και κραγιόν.

Αργότερα, όταν προχώρησε η δεκαετία του '80, φοιτήτρια πια, πιάναμε με τις παρέες τα ρεμπετάδικα. Ηταν της μόδας τότε, αυτά και τα αναψυκτήρια, τα δεύτερα το καλοκαίρι φυσικά. Πίναμε κρασί χύμα και θαυμάζαμε όσους χορεύαν καλό ζεϊμπέκικο, από την παρέα μας ή από άλλες παρέες. Φεύγαμε όσο πιο αργά μπορούσαμε και τριγυρνούσαμε σαχλαμαρίζοντας και γελώντας στους δρόμους. Κάποια βράδια, σαν της Τσικνοπέμπτης, περπατούσαμε στην Πλάκα με ρόπαλα στα χέρια και πλαστικά σφυριά, χαρτοπόλεμο και σερμπαντίνες για να πάρουμε μέρος στο "πανηγύρι " που γινόταν εκεί.
Για το πατρινό καρναβάλι ακούγαμε, βλέπαμε στην τηλεόραση αλλά ξέραμε τις απόκριες όπως ήταν στην Αθήνα,απομεινάρι της παλιάς Αθήνας, χωρίς παρελάσεις και τέτοια.
Οταν πρωτοπήγαμε οικογενειακώς στην Πάτρα για καρναβάλι, πήραμε την πρώτη γεύση από καρναβάλι τύπου Βραζιλίας. Παρελάσεις, λάτιν χορευτική μουσική, χορός στην πλατεία Γεωργίου ( έτσι δεν την λένε?) μέχρι πτώσεως. Πηγαίναμε και σε χορούς στην Πάτρα, κυρίως της λέσχης αξιωματικών, πάντα καλεσμένοι οικογενειακών φίλων.
Το πατρινό μας ξεφάντωμα ταίριαζε περισσότερο στην ορμή και στην ενέργεια των εφηβικών μας χρόνων που έψαχνε να ξεσπάσει. Και την Καθαρά Δευτέρα πηγαίναμε στο Ρίο για θαλασσινά πριν ξεκινήσουμε την επιστροφή για την Αθήνα.
Μια χρονιά, φοιτητές πια όλη η παιδική παρέα,πήγαμε στην Πάτρα, στον ξάδελφο μου που σπούδαζε εκεί στο Πολυτεχνείο. Μασκαρευτήκαμε με αυτοσχέδιες στολές, εκ των ενόντων και ανεβοκατεβαίναμε τα σκαλιά στα Ψηλά Αλώνια μέχρι που καταλήξαμε σε κάποιο πάρτυ από τα πάμπολλα που γίνονταν εκείνη τη βραδιά στην πόλη. Την άλλη μέρα μαζευτήκαμε όλοι στους οικογενειακούς φίλους, όλη η Πάτρα μια παρέα ήταν τότε. Μάλλον και τώρα.
Στα '90 άρχισα εγώ να συνοδεύω στο Ζάππειο και στις αποκριάτικες εκδηλώσεις της Αθήνας , στην αρχή με καροτσάκι, το δικό μου το παιδί, ντυμένο Ζορρό, το οποίο, πότε στους ώμους μου και πότε στου πατέρα του, βόλταρε στην Πλάκα και κατάφερνε χτυπήματα ( εντάξει, το συμβούλευα να μη χτυπά δυνατά ) με το ρόπαλο του στα κεφάλια των διερχομένων με το πλεονέκτημα του ...ύψους που είχε!
Και φυσικά τη μάσκα του Ζορρό τη φόραγε και τριγυρνούσε μέχρι το καλοκαίρι πριν φύγουμε για διακοπές. Από τις διακοπές και μετά, τελείωναν οι απόκριες και ξεκινούσε να τραγουδάει μέσα στη θάλασσα και όχι μόνο, τα "τρίγωνα κάλαντα" εν όψει χριστουγέννων.
Καλή σας εσπέρα.








Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Για την αγάπη των άλλων


Το Τζαννή το ήξερα γι ανδρικό όνομα. Στα Δωδεκάνησα είναι και γυναικείο. Για την αγάπη των άλλων. Από τη Νίσυρο στη Ρόδο και μετά στην Αθήνα. Πιο πριν και σε όλο το βιβλίο παρούσα η Αμερική. Η Νέα Υόρκη. Και στο βάθος η Πόλη. Η θάλασσα ανάμεσα τους.

Δυο κοπέλες, η Μαργαρίτα και η Ματούλα δένονται από μικρές με μια μοναδική φιλία, φιλία χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς προδοσίες. Τα χρόνια της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου.

Το βιβλίο, αν και δωρικό, όπως γράφτηκε, έχει μια πολυπλοκότητα και είναι πολυεπίπεδο. Αγγίζει και αναλύει σχέσεις των ζευγαριών που η ανάγκη ή ο έρωτας τα έσμιξε αταίριαστα.
Αναλύει τα αυστηρά ήθη της μητριαρχικής κοινωνίας των Δωδεκανήσων, την προσήλωση στο καθήκον, στην οικογένεια, στην αγάπη.

Φόντο η θάλασσα, ο μισοχαμένος πατέρας, η μικρή κοινωνία, το ηφαίστειο που στον κρατήρα του η Τζαννή, ως νέα Πυθία, ανασαίνοντας τις αναθυμιάσεις, ψάχνει να μαντέψει το καλύτερο για την οικογένεια της.

Ο Αθανάσης με την προσήλωση του στην οικογένεια, η Ματούλα που ακολουθεί τον έρωτα άδολα και αυθόρμητα κι εκείνος της χαρίζεται.

Το βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη μιλάει για την αγάπη. Για τα διλήμματα της. Για τον ξενιτεμό, για την αυτοθυσία.
Είναι η ζωή μεγαλύτερη από την αγάπη? Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει το βιβλίο.

Για τον Αθανάση που αρνείται να αρραβωνιαστεί επίσημα επειδή είναι πιστός στα πατροπαράδοτα ήθη, τελικά επιστρέφει στην αγάπη του στην οποία έμεινε πιστός.

Ο Γεράσιμος διαλέγει τη ζωή μακριά από το πατρογονικό νησί , ψάχνει να βρει την αγάπη αλλά στο τέλος παραδίνεται στη ζωή και ακολουθεί την τύχη του, προδίδοντας την αγάπη του για χάρη της αναρρίχησης.

Για την Πατρικία που η ζωή τη λύτρωσε από το άγχος της αριστοκρατίας, για το Στρατή που αψήφησε οικογένεια κι αγάπη για να φύγει μακριά, όπως ο Σταύρος στο "Αμέρικα, Αμέρικα", , για την Μαργαρίτα που αποζητά την αρμονία και την αξιοπρέπεια μέσα από τη θυσία της. Διότι ξέρει με τη σοφία της πως η ζωή είναι μεγαλύτερη από την αγάπη και σε παρασύρει στο πέρασμα της με την ορμή της.

Η Αμερική είναι ο τελικός προορισμός, η λύτρωση την οποία η οικογένεια περίμενε τόσα χρόνια με τη μορφή του πατέρα.

Το βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη μιλάει για μια αληθινή ιστορία που τη γέννησε η Νίσυρος, μεγάλωσε στη Ρόδο, ενηλικιώθηκε στην Αθήνα και έβλεπε στα όνειρα της την Αμερική.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Μεγάλωσε η μέρα...


Μεγάλωσε η μέρα. Εξι σχεδόν η ώρα κι ο ουρανός ακόμη φωτεινός. Και για αυτό χωράει περισσότερα...

Το διαζύγιο Μενεγάκη την έσωσε από την κατρακύλα που είχε πάρει στα νούμερα της. Φορούσε μαύρα στην πρώτη μετά την ανακοίνωση,εκπομπή. Καλή σημειολόγος η Ελένη. Η ο ενδυματολόγος της.

Παντρεύεται και ο πρώην κούκλος-πρώην πρίγκηπας (ή μήπως πρίγκηπας γεννιέσαι, άρα δεν ξεγίνεσαι) Νικόλαος. Κι έχουν πέσει και οικονομικά στενέματα φαίνεται γιατί χάρισε στη νύφη δαχτυλίδι αρραβώνων ένα σμαραγδένιο της μαμάς του. Χάθηκε να πάει σ' ένα De Beers, σ' ένα Graff, άντε σε ένα Asprey, να διαλέξει κάτι ο καβουροτσέπης? Το σμαράγδι, ας το δώριζε η πεθερά στη νύφη. Αλλο τότε.


Από τη Γαλλία και μάλιστα από το γαλλικό ΟΤΕ (France Telecom) έρχονται τραγικά νέα. Μέσα σε ενάμισυ χρόνο εβδομήντα αυτοκτονίες εργαζομένων στην εταιρεία! Το εργασιακό στρεςς. Κάτι το οποίο βλέπω να χειροτερεύει τώρα με την κρίση η οποία από οικονομική, φυσικά εξαπλώνεται σε επαγγελματική, οικογενειακή, προσωπική, ψυχολογική.

Ηρθε και ο Στίγκλιτζ για το συνέδριο του Economist στην Αθήνα και επαίνεσε τον πρωθυπουργό για την εν γένει παρουσία του στο Νταβός. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι κι εύκολη η θέση σου να πηγαίνεις σε ενα οικονομικό φόρουμ εν μέσω πανευρωπαϊκών και διεθνών δημοσιευμάτων και εκτιμήσεων ότι θα πτωχεύσεις, ότι τα έκανες θάλασσα ( σα χώρα, πεθαίνω σα χώρα), εγώ θα ένοιωθα δακτυλοδεικτούμενη, και μετά να έρχεται ο νομπελίστας να σου λέει ότι τα πήγες καλά. Αλλά έχει αυτό το ψύχραιμο και μη αγχώδες ο Γιώργος που τον σώζει και βοηθά πολύ στην εικόνα του.

Ο Δρούτσας πάλι,ο (υφ)υπ. Εξ., χαλίφης στη θέση του χαλίφη! Συναντήθηκε με την υπ. Εξ.των ΗΠΑ, ως σαν ομόλογος της. Μέχρι και τον Μπαν Κι Μουν θα δει σε λίγες μέρες στη Ν.Υ.

Κι εγώ πάλι εδώ να βλέπω τα δειλινά μέσα από το παράθυρο μου, καθισμένη στο γραφείο μου να γράφω και ν' ακούω παλιές,πολύ παλιές εκτελέσεις ρετρό ασμάτων. Ας είναι καλά η γιαγιά μου. Αυτή με έμαθε να τ' αγαπώ.