Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Καλοκαίρια της καταγωγής

Λευκάδα.Αποψη της Χώρας από τα ιβάρια, όπως ήταν παλιά


Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Αθήνα. Σε πολυκατοικία, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, με τα τσιμέντα της και τα όλα της. 
Αποψη της Γύρας.
Την πατρίδα μου τη γνώρισα μέσα από τις οικογενειακές διακοπές. Όταν, καλό Αύγουστο, έπαιρναν άδεια οι γονείς και πηγαίναμε στη Λευκάδα. Οι συγγενείς στη Λευκάδα. Η ιστορία της οικογένειας στη Λευκάδα. Ας έλεγε ο πατέρας μου ότι ήταν από την Πρέβεζα. Στη Λευκάδα πήγαινε διακοπές. Εκεί ήταν το πατρογονικό σπίτι της οικογένειας απ' όπου είχαν φύγει κάποια τέκνα της για να βρουν αλλού την τύχη τους.  Με τους θείους και τα ξαδέλφια του από τη Λευκάδα μιλούσε όλον τον υπόλοιπο χρόνο.

Στενό της Χώρας
Καμιά φορά, σ' αυτές τις οικογενειακές διακοπές, περνούσαμε και από την Πρέβεζα, να δει ο πατέρας μου το σπίτι όπου είχε μεγαλώσει (έχω πει, τυχαίο γεγονός η σύνδεση με την Πρέβεζα). να συναντήσει κάποιους παιδικούς φίλους, συνάδελφους στις σκανταλιές, να δούμε τη γιορτή της σαρδέλας. Λίγες μέρες μόνο. Οι βασικές διακοπές ήταν στη Λευκάδα.
Βεβαίως, εγώ και η αδελφή μου αρχίζαμε τις διακοπές μόλις τελείωναν τα σχολεία. Πηγαίναμε στο εξοχικό που είχαν σκαρώσει γρήγορα οι γονείς μου, κοντά στην Αθήνα, σε ένα άγνωστο τότε μέρος.  Ρεύμα δεν υπήρχε, φωτιζόμασταν με λουξ και λάμπες πετρελαίου, μαγειρεύαμε με υγραέριο και τα ψητά τα στέλναμε στο μοναδικό φούρνο,  τα χωράφια με τα στάρια τα θέριζαν τον Ιούνη κι απέμεναν τα υπόλοιπα να μας αγκαθώνουν τα πόδια μέχρι να πατηθούν.
Το κριτήριο για ν' αγοραστεί το οικόπεδο τότε ήταν μέχρι πού έφτανε ο παγοπώλης, αναγκαίος ο πάγος του για τη θερινή επιβίωση μιας γιαγιάς με τα δυο της εγγόνια.
Οι γονείς μου έρχονταν τα σαββατοκύριακα. Τους περίμενα με αδημονία, να μου φέρουν τον αθηναϊκό αέρα που μου έλειπε τόσον καιρό μακριά. Αλλά τον Αύγουστο, ξεκίναγε η Λευκάδα. Μπορεί να περνούσαμε κι από την Πρέβεζα, καμιά βόλτα από τα Γιάννενα ή την Πάργα αλλά το βασικό κομμάτι ήταν η Λευκάδα.

 Στα κρυστάλλινα νερά στο Περιγιάλι, αλλού γαλάζια, αλλού σμαραγδί κι αλλού πράσινα, κολυμπούσα ακούγοντας ιστορίες για τα νησιά του Ωνάση απέναντι, ιστορίες από τα χωριά, ιστορίες της οικογένειας.                                                                            
Το νησί από ψηλά
Ο πατέρας μου κι ο θείος μου έπιαναν χταπόδια και το βράδυ τα έψηναν στη θράκα και οι μυρωδιές τραβούσαν τουρίστες που έκαναν κάμπινγκ στα γύρω.
Καμιά φορά πηγαίναμε βόλτα με το πριάρι του θείου ή με το κανό που κουβαλούσαμε τόσα χιλιόμετρα για να το χαρούμε εκεί, στο Ιόνιο. Τα βράδια ο θείος ανοιγόταν με το πριάρι και έριχνε την κοφίνα. Τη μάζευε το πρωί γεμάτη με ροφούς και άλλα εκλεκτά ψάρια.


Άλλες φορές πηγαίναμε στο πανηγύρι στο Νυδρί, ποδαράτο ή με το αυτοκίνητο να χαζέψουμε. Εκεί ανακάλυψε ένας Αυστριακός που είχε πιάσει φιλίες με τους γονείς μου, τον Σπύριντον, έναν τύπο σε ένα καφενείο στο λιμάνι, όπου σερβίριζε νόστιμο παγωτό μαζί με φράουλα σταφύλι γλυκό του κουταλιού. Η μητέρα μου απ' την άλλη είχε ανακαλύψει τα τυροκούλουρα της κας Σταματίνας (ή κάπως έτσι ήταν τ' όνομα της), σε ένα παράδρομο του κεντρικού δρόμου.
Βολτάροντας στο Περιγιάλι, έξω από τα ενοικιαζόμενα και τα κάμπινγκ, πρωτάκουσα θυμάμαι τους Dire Straits να τραγουδούν το Sultans of Swing και μου άρεσε τόσο ώστε μου έμεινε το τραγούδι και το έψαξα όταν γύρισα στην Αθήνα.

Όταν ερχόταν η ώρα, κατεβαίναμε στη Χώρα να δούμε τις Γιορτές Λόγου και Τέχνης, να φάμε γλυκό απ' του μπάρμπα-Αντρέα, να επισκεφθούμε το μπάρμπα-Γιάννη και τη θειά Κούλα.
Λευκάδα, θύρα εκκλησίας
Πολύ δεν ήθελα να καταλάβω ότι η Αθήνα ήταν μια απρόσωπη και τυχαία πατρίδα, όπου  οι περισσότεροι από κάπου αλλού μαζευόμασταν.
Ατένιζα με συγκίνηση τη Γύρα από τη Φανερωμένη, κοίταζα με ενδιαφέρον  - για την εφηβική μου ηλικία- τις αγιογραφίες του Προσαλέντη, έβλεπα το μεγαλείο στην ποίηση του Βαλαωρίτη , εξυμνούσα  τη ζωή του Σικελιανού και κατάλαβα ότι ήμουν λευκαδίτισσα, ότι αυτή η επτανήσια νοοτροπία, πες την τρέλα, μου πήγαινε, ήταν μέσα μου. Επιτέλους είχα μια πατρίδα δική μου, διαφορετική από εκείνη των φίλων μου της εφηβικής παρέας, διαφορετική από εκείνη των γειτόνων, των συμμαθητών. Ένοιωσα ότι είχα πλέον μία ταυτότητα. Την οποία, βεβαίως, έπρεπε να υπηρετήσω.

Κατ' αρχάς, έπρεπε να ξεκαθαρίσει η σύγχυση που επικρατούσε στην εν Αθήναις οικογένεια σχετικά με την καταγωγή μας. Διότι ο πατέρας μου και η αδελφή του, μεγαλωμένοι στην Πρέβεζα, διέδιδαν ότι ήταν από εκεί και όχι από τη Λευκάδα. Και η άλλη μισή εν Αθήναις οικογένεια (του αδελφού του παππού μου  ), έλεγαν ότι είναι από τη Λευκάδα. Όχι, η σύγχυση έπρεπε να ξεκαθαρίσει,. Μέχρι σήμερα είμαι ταγός στην προσπάθεια αυτή. Η Λευκάδα είναι η πατρίδα της οικογένειας μας, από εκεί ερχόμαστε, το αίμα μας είναι λευκαδίτικο, η σκέψη μας και το ταμπεραμέντο μας είναι σαφώς επτανήσια. Τι αν δεν πέρασα παιδικά χρόνια στη Λευκάδα, τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια είναι γεμάτα από τις αναμνήσεις της και γεμίζουν την ψυχή μου.

Καλό σαββατοκύριακο.
 



8 σχόλια:

  1. Πω, πω, ήταν να πάω φέτος, αλλά κάτι προέκυψε και τελικά έκλεισα για Σύρο.
    Βάζω το αρθράκι στα αγαπημένα, γιατί επιφυλάσσομαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. απο τον τροπο που γραφεις φαινεται οτι εισαι μπουρανελλα . ο μπραμπα γιαννης που ειχε μαγαζι στη χωρα και εξοχικο στη λυγια ηταν θειος σου?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Gloriana,η Λευκάδα είναι πραγματικά ένας ξεχωριστός τόπος, καταπράσινη και με καταγάλανα νερά, όχι μόνο πολύ όμορφη αλλά και με μα ειδική αύρα που σε εμπνέει και σε απογειώνει, σε μαγεύει.
    Ελπίζω να τα δεις όλ' αυτά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μπουρανέλα βέβαια! Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Καλυβιώτης που είχε μαγαζί στη Χώρα , στον κενρικό δρόμο , που είχε παιδιά τον Πάνο και τον Κώστα, που όταν πέθανε οι εφημερίδες του νησιού θρυλλούσαν πόσο ονομαστός χορευτής ήταν. Το εξοχικό του ήταν στου Πασά, στο Περιγιάλι, εκεί πηγαίναμε κι εμείς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ναι μωρε τον ηξερα ηταν ωραιος ανθρωπος , εμενα αν και με ελεγε χωριατη πολλες φορες με τον τροπο που το ελεγε δεν με πειραζε καθολου ( ολοι οι μπουρανελοι διαθετετε μια ειρωνεια αλλα κρατατε και την ισσοροπια ) παντως εχει και στη λυγια ενα μικρο σπιτακι .
    καλο βραδυ ευχομαι και καλο σαβ/κυριακο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. θα λες του γιου του του θείου μου του Κώστα του Καλυβιώτη.
    Ο μπάρμπα -Γιάννης έχει πεθάνει από τη δεκαετία του 90,το 91, αν θυμάμαι καλά ή και το 1990 ακόμη.
    Καλό σ/κ και νέα από την Επίδαυρο,όταν επιστρέψω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Διαβάζοντας το πολύ ωραίο κείμενό σου θυμήθηκα το στίχο ενός αγαπημένου τραγουδιού: "δικός μου και ο Αύγουστος με τις μεγάλες μνήμες".
    Σκέφτηκα όμως και κάτι άλλο. Πως η δική μας γενιά είναι -να πω δυστυχώς;- η τελευταία γενιά που γνώρισε έναν τρόπο ζωής που χάθηκε πλέον οριστικά: ζωή χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, λάμπες πετρελαίου, παγοπώλης, ψήσιμο φαγητών στο φούρνο της γειτονιάς και άλλα πολλά, που "δεμένα" με τους Dire Straits και αρκετούς άλλους βέβαια φτιάχνουν το υπέροχο μωσαϊκό της μνήμης μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Καλό μήνα. Μόλις γύρισα από Επίδαυρο. Τι όμορφα λόγια και αληθινά μαζί. Οντως εμείς ξέρουμε τι είναι το γκάζι, η λάμπα πετρελαίου και το ψητό στον ξυλοφουρνο αλλά ίσως χρειαστεί να το μάθουν κι άλλες γενιές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ασε κι εσύ ένα σχόλιο, μπορείς.