Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΓΩΝ


Η Αθήνα στα 1869. Πηγή: www.eie.gr

Στα " Αθηναϊκά 1966" του Συλλόγου των Αθηναίων διαβάζω για το Σύλλογο των Τράγων. Τι ήταν? Μια παρέα φίλων, επιφανών Αθηναίων, όπου το 1898 συνάζονταν στην Αθήνα κάθε Σάββατο σε ένα κέντρο και ύστερα το ρίχνανε στο κουβεντολόϊ...Αντιγράψανε τα παριζιάνικα κοινά γεύματα, που συνηθίζονταν τότε με διάφορα ονόματα:"Της ντομάτας", "Της Τηγανητής Πατάτας", "Του Μήλου", "Της Μετριοφροσύνης" κλπ.Σ' αυτά παίρνανε μέρος τότε στο Παρίσι γνωστοί συγγραφείς και καλλιτέχνες, ο Σαρντού, ο Δουμάς υιός, ο Ρισπέν, ο μετέπειτα πολιτικός Πουανκαρέ κ.α.
Έτσι φτιάξανε στην Αθήνα το σχετικό σύλλογο και για λόγους εντυπωσιασμού του δώσανε το όνομα αυτό...Ούτε καταστατικό είχε ο σύλλογος, ούτε και προεδρείο. Προσκλήσεις δεν στέλνανε για τα συμπόσια στα μέλη τους παρά μόνο σε καλεσμένους. Ήταν μια μικρή κάρτα και στο δεξιό μέρος είχε ένα τράγο ακουμπισμένο σε ένα βαρέλι που κρατούσε στα μπροστινά του πόδια δυό ποτήρια μπύρα και στην άκρη ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΡΑΓΩΝ.
Ιδρυτικά μέλη του συλλόγου ήταν ο ποιητής Γεωργ. Στρατήγης, ο ιστορικός Δημήτριος Καμπούρογλου κι ο θεατρικός συγγραφέας Νίκος Λάσκαρης. Τα τακτικά μέλη δεν άργησαν να αυξηθούν. Προστέθηκαν ο διευθυντής της Εστίας Άδωνις Κύρου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο ζωγράφος Γεώργιος Ροϊλός, ο στρατιωτικός Βίκτωρ Δούσμανης και άλλοι ακόμη. Με καιρό έγινε μέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς.
...Κάθε Σαββατόβραδο συναντιόνταν στην αρχή στη μπύρα του Κλάϊν, στην Ιερά Οδό κι αργότερα στου Φιξ. Εκεί σε κοινοτράπεζο το στρώνανε στο φαγοπότι και τη μπύρα.
Τι τρώγανε? Να τι γράφει ένα από τα ιδρυτικά του μέλη: "Για τον καθένα παρετίθεντο τρεις μερίδες μακαρόνια με κιμά βρασμένα με γάλα. Τρεις σαρδέλες και 25 δράμια χαβιάρι, 25 δράμια βούτυρο φρέσκο, 25 δράμια ζαμπόν, τέταρτον γουρουνόπουλου ή αρνιού γάλακτος με άλλες τόσες πατάτες. Και τέλος τυρί με 4ή 5 πορτοκάλια, μανδαρίνια ή μήλα. Αυτά έτρωγε κάθε τράγος και τα εράντιζε με χείμαρρον μπύρας.
...Τα Σάββατα των τράγων ετελείωναν συνήθως με τον πυρρίχιον εις τον οποίον ελάμβαναν μέρος όλοι οι συνδαιτυμόνες. Οι συγκεντρώσεις αυτές κράτησαν από το 1898 έως το 1918 χωρίς διακοπή. Στα 1933 απεφάσισαν και πάλι να ξανασυστήσουν το σύλλογο τους μα η προσπάθεια δεν πέτυχε. Είχαν περάσει τριάντα πέντε χρόνια από τότε που τον πρωτόφτιαξαν. Σε πολλά μέλη τα στομάχια τους δεν άντεχαν τα λουκούλεια γεύματα. 
Ο Καμπούρογλου υπήρξε λογοτέχνης (το "δυο γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα" είναι από ποίημα του) αλλά κυρίως ερευνητής, μελετητής και συγγραφέας σχετικά με την Αθήνα, την Αττική, τις υπόγειες στοές και τα σπήλαια της.   

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Στα στενά του Ευβοϊκού δυο βραχονησίδες και μερικοί γλάροι.

Συννεφιασμένος και βαρύς ο ουρανός. Αναρωτιέμαι τι να είναι το κτίσμα στην κορυφή του λόφου, γιατί με εκκλησία δεν μοιάζει.

Η θάλασσα φουσκωμένη, ανταριασμένη.

Σηκώνει κύμα και το καράβι που περνά

Παραδίπλα από το μεγάλο ερημονήσι, νάσου και το μικρό. Πολύ μικρό όμως.

Οι γλάροι έρχονται για παρέα.

Καλώς το.

Ακόμα δεν ήρθες και φεύγεις?

Καλύτερα να πας με τους συντρόφους σου


Ανοίγει κι ο καιρός. Σε λίγο φτάνουμε στα Στύρα.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΟΧΙ

Πλησιάζει η 28η Οκτωβρίου, η πρώτη της σχολικής χρονιάς "νόμιμη" αργία από το σχολείο. Έτσι την είχα καταγράψει στα σχολικά μου χρόνια, παράλληλα με τη σημασία της η οποία, για εμένα, όσο μεγάλωνα, όλο και ξεθώριαζε, κάθε χρόνο τα ίδια, εορτές, παρελάσεις, "...των εχθρών τα φουσάτα περάσαν..." , πατριωτικές ταινίες στην τηλεόραση και τα σχετικά.
Μετά ήρθε η επίσημη απομυθοποίηση: Φωνές αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο εορταζόταν, κάποιες φωνές αντίθεσης στην παρέλαση. Υιοθέτησα αμέσως την ρητή αμφισβήτηση, είχα βαρεθεί να ακούω τα ίδια άσματα, τα ίδια κείμενα του Ελύτη, το "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας", τα εμβατήρια και όλα αυτά.
Στα ΜΜΕ άρχισαν να έχουν διαφορετικά αφιερώματα, θυμήθηκαν άλλες, εναλλακτικές πλευρές της Κατοχής, όπως είναι ο Μικρός Ηρως και τις συνεντεύξεις του Ανεμοδουρά,  τις αφηγήσεις του Γλέζου  και του Σάντα για το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη και έτσι το ενδιαφέρον ανανεώθηκε.

Σήμερα το ΌΧΙ έχει πάρει άλλη διάσταση. Παρ' όλο που δεν υπάρχουν οι σειρήνες και τα έκτακτα ανακοινωθέντα τα οποία αφυπνίζουν αυτομάτως και καθολικώς το λαό, υπάρχει η διάθεση για ΌΧΙ. Και το δυστυχές είναι ότι ενώ υπήρχε σύμπνοια το 1940 μεταξύ λαού και (δικτατορικού) καθεστώτος, το χάσμα μεταξύ λαού και κυβερνώντων σήμερα όλο και βαθαίνει και παίρνει διαστάσεις ενός ΌΧΙ για το οποίο είναι αναπόφευκτο να μην γίνουν συνειρμοί με εκείνο το ΌΧΙ εξήντα  χρόνια πριν.

Το ΌΧΙ το οποίο βγαίνει από μέσα μας αυθόρμητα απευθύνεται σε όλους τους πολιτικούς που μας έχουν κυβερνήσει ή και ασκήσει νομοθετική εξουσία, σε όλους εκείνους οι οποίοι κατείχαν ή και κατέχουν οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, των Ευρωπαίων συμπεριλαμβανομένων.

Των οποίων Ευρωπαίων κηδεμόνων την κηδεμονία αποδέχομαι -ναι, αποδέχομαι- όσον αφορά τη μεταφορά κι εφαρμογή τεχνογνωσίας για τη φοροδιαφυγή, για τις διαρθρωτικές αλλαγές, για την πάταξη της διαφθοράς κλπ. Και με κανέναν τρόπο δεν τη θεωρώ παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας αλλά αναγκαία παραχώρηση εξουσίας για επίτευξη στόχων. 
Η παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας θα είναι όταν εκμεταλλευτούν ξένοι τον πλούτο της χώρας μου με όρους επαχθείς για εμένα. Και μάλιστα τόσο επαχθείς ώστε να μην μπορώ να σηκώσω κεφάλι και να λέω κι ευχαριστώ.

Το ΌΧΙ σήμερα που βγαίνει από τα στήθη του κόσμου και ανυψώνεται στον αέρα και ενώνεται με τα ΌΧΙ όλων μας είναι το ΌΧΙ στο να συνεχίσουμε να είμαστε θύματα της άγνοιας, της προχειρότητας,  της καταχρηστικής εξουσίας, της σαστιμάρας, της αδράνειας, της διαφθοράς, της αποδόμησης, της διάλυσης, της αδυναμίας, της υποταγής.

Και εάν θυμίζει ο λόγος μου τσιτάτα της ελληνικής αριστεράς (γιατί εμένα μου θυμίζει όντως), ας αποστασιοποιηθούμε από τη στερεοτυποποίηση των λέξεων αυτών διότι δεν φταίνε εκείνες που έχασαν τη διάσταση του νοήματος τους επειδή τις χρησιμοποίησαν άκαιρα και άσκοπα κάποιοι. Αντιθέτως τώρα είναι επίκαιρη η χρήση τους, τώρα επιβάλλεται η δύναμη της έννοιας τους.

Όπως επιβάλλεται και ένα νέο ΌΧΙ.










Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011



Πιεζόμαστε, στυβόμαστε
φίδια μας έχουν ζώσει

αναπνοή δεν παίρνουμε,        
όλα τα έχουμε  δώσει
να δούμε τι άλλο θα κάνουμε 
μετά την 6η δόση.

Πόσο βασανιστικό είναι να μην είσαι οικονομολόγος στην Ελλάδα το 2011! Ακούς δεξιά-αριστερά για λύσεις, για μεθόδους, για προοπτικές, για μη προοπτικές, αν θα βγει σε καλό το νέο κούρεμα, αν θα βγει σε κακό, αν μας παίρνει να χτυπήσουμε το χέρι στο τραπέζι και να απαιτήσουμε, αν πρέπει να συνταχθούμε με ό,τι μας λένε και να συμμορφωθούμε στα κελεύσματα, αν θα καταστραφούμε...
 
Πόσο βασανιστικό είναι να είσαι οικονομολόγος στην Ελλάδα το 2011! Σε ρωτούν συνέχεια για την κατάσταση και τι δέον γενέσθαι κι εσύ δεν ξέρεις τι ν' απαντήσεις. Τόσα έμαθες στο Πανεπιστήμιο, θεωρίες που επαληθεύτηκαν και άλλες οι οποίες απεδείχθησαν άνθρακες αντί θησαυρού, το risk management και η Βασιλεία, η πεταλούδα που πετά στο Πεκίνο και οι αντιδράσεις των αγορών. Πώς να τα συνδυάσεις όλα αυτά και τις πολιτικές σκοπιμότητες μαζί, πώς να βγάλεις μιαν άκρη, ένα συμπέρασμα και πώς να το παρουσιάσεις. 

Όλοι έχουμε γίνει λίγο οικονομολόγοι στην Ελλάδα, λίγο πολιτικοί αναλυτές και πάνω απ' όλα νεόπτωχοι. Και οσονούπω πολύπτωχοι. Νέος όρος που δηλώνει τη φτώχεια σε πολλές διαστρωματώσεις και σε πολλά επίπεδα. 

Δηλαδή φτώχεια και ένδεια σε κάθε οικονομική διαστρωμάτωση του πληθυσμού και φτώχεια και ένδεια όχι μόνο οικονομική αλλά και αξιών, προοπτικών, δημοκρατίας, κινητοποίησης, μέχρι και κρατικής οντότητας, όπως φαίνεται ήδη από το αγαπημένο μας  Μεσοπρόθεσμο του Ιουλίου.

Δυστυχώς οι συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις αγανακτισμένων προσφέρουν άλλη μια ευκαιρία σε agent provocateurs να δράσουν αλλά και πότε, εδώ και δεκαετίες, ίδρωσε το αυτί των κυβερνώντων από πορείες και διαδηλώσεις? Μόνο σαν άσκηση μαζικότητας του κόσμου λειτουργούν αλλά απέτυχαν ως προς την περιφρούρηση τους και την ενότητα τους.  

Μας λείπει η προοπτική και μαζί μ' αυτήν η αισιοδοξία και η κινητοποίηση. Δεν έχουμε από πού να πιαστούμε για να αντλήσουμε θετική σκέψη. Η αγωνία της καθημερινότητας μας  ξεπερνά και συντρίβει την ελπίδα. Η ανικανότητα των διοικούντων να φέρουν αποτελέσματα και η αδιαφορία τους για τον λαό ο οποίος τους εξέλεξε είναι αποκαρδιωτική. Και επαγγέλονται πόλεμο! Ποιοί όμως είναι οι πολέμιοι, δε διευκρινίζουν.

Εγώ πάλι λέω ότι η αναφορά στον πόλεμο πρέπει να γίνεται με προσοχή και όχι με αμετροέπεια. Διότι ο πόλεμος θέλει και καλούς στρατηγούς με σχέδιο και στρατηγική. Ο πόλεμος θέλει και εμψύχωση και κοινό στόχο, κοινό όραμα. Ο πόλεμος προϋποθέτει και στρατοδικεία και συνοπτικές διαδικασίες τιμωρίας για όσους προδίδουν, όσους ετοιμάζουν θέρετρα, απολαμβάνουν σάουνες και άλλες παροχές, ως άλλοι Σαντάμ τις μέρες του εμπάργκο που εξαντλούσε τα λίγα που μπορούσε να ζητήσει όχι σε φάρμακα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης αλλά σε ηλεκτρονικά, καλλυντικά και άλλες παροχές πολυτελείας για τον εαυτό του και την αυλή του.


Αυτό που εισπράττω εγώ είναι ότι ο κοινοβουλευτισμός εμπράκτως αποδοκιμάζεται και οδεύει στην κατάρευση μαζί με το σύστημα που αποδεικνύεται ανεπαρκές. Απελπισμένα στρέφω τη φρόνηση μου προς το δικαίωμα των ανθρώπων να διαφυλάξουν την αξιοπρέπεια τους. Όχι δε θα μιλήσω για διαφύλαξη του Συντάγματος, αν και νομικός. Γιατί το Σύνταγμα, αν και θεμελιώδης νόμος του κράτους, με μεγαλόπνοα άρθρα,συχνά-πυκνά και όλο και συχνότερα-πυκνότερα, παραβιάζεται. Τον τελευταίο καιρό δε, παραβιάζεται σε τέτοιο ποσοστό ώστε να κινδυνεύει να φτάσει η κατάλυση κοντά στον πυρήνα του, δηλ. σε εκείνες τις αρχές οι οποίες υπαγορεύουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Υ.Γ. 
Εκτός του ότι δεν περίμενα ότι θα μιλούσα ξανά όπως μιλούσα στην αμαρτωλή μου εφηβεία, οφείλω να δηλώσω ότι προσπάθησα μετά τις διακοπές να συνεχίσω το blogging αλλά η ανάγκη να πάρω μπρος για άλλα δύσκολα με κράτησαν μακριά του προκειμένου να μην αγχωθώ.

Υ.Γ.νο2. Η γελοιογραφία είναι από το www.el.toonpool.com
 





Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Ριχάρδος ο Γ', Επίδαυρος, 31-07-2011.



Τον Κέβιν Σπέϊσυ τον εκτίμησα όταν τον είδα στα "Ναυτιλιακά Νέα", μια ταινία όχι και τόσο γνωστή αλλά πολύ όμορφη και ενδιαφέρουσα, μία από τις αγαπημένες μου πλέον.
Αργότερα άκουσα ότι είχε οριστεί καλλιτεχνικός διευθυντής του Old Vic, γεγονός το οποίο με εντυπωσίασε. Γνωρίζοντας από τη μια, τη μανία των Άγγλων με το θέατρο και από την άλλη, τη μανία τους να θεωρούν ότι μόνο Άγγλοι αξίζουν να αναλαμβάνουν σημαντικές θέσεις , λόγω εναπομείνασας αλλαζονείας από τον καιρό της αυτοκρατορίας (άντε να δούμε πόσο θα κάνουν να το ξεπεράσουν), εξεπλάγην που ένας Αμερικάνος πήρε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεατρικού οργανισμού. 
Οπότε είχα διπλή περιέργεια να δω την παράσταση. Να δω μια σαιξπηρική παράσταση δύσκολη και ενδιαφέρουσα  από τον παλαιότερο θεατρικό οργανισμό της Αγγλίας και να δω τον Σπέϊσυ, όχι ως αγαπημένο μου ηθοποιό αλλά να δω τι ψάρια πώς δικαιολογείται η θέση του στο βρεττανικό θέατρο.

Η επιτυχία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Old Vic δεν ήταν δεδομένη. Είχε και κακές κριτικές και αποτυχίες. 
Ο Ριχάρδος ο Γ' όμως του βγήκε. Οι παραστάσεις του Λονδίνου πήραν πολύ καλές κριτικές. Οι Άγγλοι τον έχουν αποδεχθεί.
Το έργο είναι δύσκολο, περίπλοκο, με πολλούς χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν όλοι σημασία στην εξέλιξη του Ριχάρδου ως σφετεριστή της εξουσίας και αδίστακτου συνωμότη. Αν και το είχα δει πριν τρία χρόνια με Κιμούλη να σκηνοθετεί και να παίζει, αν και πήγα ολίγον διαβασμένη, και πάλι υπήρχαν στιγμές  όπου μπερδεύτηκα από το πολυπρόσωπο του έργου. Με αυτό το δεδομένο καθώς και με το ότι πολλοί σκηνοθέτες στο παρελθόν, καθώς ο Ριχάρδος είναι μέρος μιας τετραλογίας, έχουν προσθέσει ή αφαιρέσει στίχους καθώς και έχουν ακόμη και χωρίσει σκηνές, όπως στην ταινία με τον Ολίβιε, νομίζω ότι αυτός ο αφιλότιμος ο Μέντες έπρεπε να είχε εφαρμόσει ολίγον τις αρχές της θεατρικής οικονομίας και να είχε σκεφτεί ότι και τρεις ώρες και χωρίς διάλειμμα, έτσι να ξεσκοτεινιάσει το βλέμμα, και με τόσους χαρακτήρες που πηγαινοέρχονται για να σκοτωθούν, θα τους κλούβιανε τους θεατές και δεν θα ήξεραν τι χειροκροτούν.


Ωστόσο το χειροκρότημα το άξιζε η παράσταση, το άξιζε, κατά τ' άλλα, η σκηνοθεσία, το άξιζαν οι ηθοποιοί. Σκηνικό λιτό και αυστηρό, όπως ταιριάζει στο Μεσαίωνα, πάνω στο οποίο έπαιζε η σκηνοθεσία και το οποίο της επέτρεπε να εναλλάσσει τις πολλές σκηνές του έργου καλώντας και το θεατή να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του. Οθόνη στην μεγαλύτερη επιφάνεια του σκηνικού, όπου οι σκηνές που προβάλλονταν βοηθούσαν στη δραματοποίηση, τύμπανα τα οποία έδιναν τον τόνο στις εξελίξεις και σκηνοθετικά ευρήματα εξαιρετικά πετυχημένα, ιδίως στην τελευταία πράξη. Η αναφορά στη σύγχρονη κουλτούρα ανάδειξης ηγετών μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης με τη σκηνή της ανάδειξης του Ριχάρδου ως βασιλιά ήταν επίσης πολύ πετυχημένη ως σύλληψη, λίγο μακριά ως προς τη διάρκεια της.
Η δε χρονική μετάθεση, λόγω κοστουμιών, σε πιο πρόσφατο χρόνο, καθόλου δεν απομάκρυνε την παράσταση από τα κλασσικά πρότυπα δεδομένου ότι τα κοστούμια ήταν διαχρονικά και απλά και αποσκοπούσαν να τονίσουν -ιδίως στον πρωταγωνιστή- το ρόλο και τη δυναμική του.

Οι ερμηνείες ήταν όλες εξαιρετικές, αν και η απόσταση στην οποία βρισκόμουν και η κούραση από την λεπτομερή εξιστόρηση των συνωμοσιών με απέτρεψε από το να επικεντρωθώ σε λεπτομέρειες . Το αξιοσημείωτο ήταν ότι κανείς ρόλος δεν επισκιάστηκε παρ' όλη τη δυναμική της υποκριτικής του πρωταγωνιστή. 

Η κεντρική ερμηνεία του πρωταγωνιστή ήταν εξαιρετική. Αυτό που έβλεπες ήταν ένα σώμα σύγχρονο με ένα μυαλό που είχε μεταπηδήσει στον 15ο αιώνα και ζούσε εκεί, σκεπτόταν εκεί, συνωμοτούσε και σκότωνε εκεί. Η συγκέντρωση στο ρόλο του ήταν υποδειγματική, αυτό που λέμε ότι ήταν στο πετσί του ρόλου. Ο Κέβιν Σπέϊσυ κατάφερε να ξεπεράσει τη χολλυγουντιανή αύρα και να μεταμορφωθεί σε ένα Ριχάρδο ο οποίος, όπως τον παρουσιάζει η σαιξπηρική πένα, έχει γίνει αδίστακτος καθώς γαλουχήθηκε μέσα σε συνωμοσίες και σε αγωνίες για την κατάκτηση της εξουσίας. Τη δυσμορφία , η οποία αμφισβητείται ιστορικώς, φαινόταν σχεδόν  να τη θεωρεί άσκηση για να καταφέρει τους στόχους του στους οποίους επικεντρωνόταν με πάθος και σαρκασμό για τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα. Είχε εξάρσεις αυτογνωσίας τις οποίες μετέτρεπε σε αυτοσαρκασμό και ευθυμίες, όταν απευθυνόταν στο κοινό.    

Οι σκηνές της τελευταίας πράξης ήταν οι πιο δυνατές, επειδή έτσι τις ήθελε ο συγγραφέας και  έτσι τις ακολούθησαν οι ηθοποιοί όπου ο πρωταγωνιστής καλείται μετά από τρεις ώρες δύσκολης υποκριτικής, γεμάτης από πυκνούς μονολόγους και σαρκαστικούς διαλόγους που χαρακτηρίζονται από τραγικές ειρωνείες να δώσει τον καλύτερο εαυτό του φθάνοντας σε δραματική κορύφωση με την περίφημη φράση "A horse, my kingdom for a horse"  και στη συνέχεια μετά από μία άκρως πειστική μάχη με τον αντίπαλο του να πέσει νεκρός. 
Εκεί ο πρωταγωνιστής, ο οποίος κατά τη διάρκεια του έργου είχε λίγες, μελετημένες εξάρσεις και έπαιζε με μία εσωτερικότητα η οποία μερικές φορές μεταμορφωνόταν σε χολή και φθόνο, άλλες φορές σε σαρκασμό, σε διάθεση αστειότητας, σε ενσυναίσθηση μοναξιάς και άλλες σε κεκαλυμμένη οργή και επιτηδευμένη υποκρισία, άφησε το πάθος του να βγει στην επιφάνεια και μας χάρισε δυνατές συγκινήσεις, εξακολουθώντας να μας κάνει να πιστεύουμε ότι ήταν όντως ο αντι-ήρωας του Σαίξπηρ και αγωνιζόταν για τα κεκτημένα του στο τέλος της μεσαιωνικής Αγγλίας.

Δεν ξέρω εάν είναι σκόπιμες οι συγκρίσεις με άλλους συναδέλφους του οι οποίοι έχουν παίξει το ρόλο αλλά ο Κέβιν Σπέϊσυ ανήκει στη σχολή της υποκριτικής η οποία δεν έχει καμμία μανιέρα αλλά μεταμορφώνεται κάθε φορά στον ήρωα του ρόλου, αυτό είναι γνωστό για το κινηματογράφο. Το απέδειξε και στο θέατρο και δεν ξέρω γιατί δεν επέλεξαν τον Kenneth Branagh για καλλιτεχνικό τους διευθυντή εκεί στο Old Vic αλλά ο Spacey είναι αντάξιος της θέσης.


Και γι άλλο Ριχάρδο, δείτε και τα ακόλουθα.
http://thebelbo.wordpress.com/
http://provatos.blogspot.com/
http://camerastyloonline.wordpress.com/2011/08/02/richard-iii-amfitalentevomenos-gia-ton-kevin-1/



Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Καλοκαίρια της καταγωγής

Λευκάδα.Αποψη της Χώρας από τα ιβάρια, όπως ήταν παλιά


Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Αθήνα. Σε πολυκατοικία, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, με τα τσιμέντα της και τα όλα της. 
Αποψη της Γύρας.
Την πατρίδα μου τη γνώρισα μέσα από τις οικογενειακές διακοπές. Όταν, καλό Αύγουστο, έπαιρναν άδεια οι γονείς και πηγαίναμε στη Λευκάδα. Οι συγγενείς στη Λευκάδα. Η ιστορία της οικογένειας στη Λευκάδα. Ας έλεγε ο πατέρας μου ότι ήταν από την Πρέβεζα. Στη Λευκάδα πήγαινε διακοπές. Εκεί ήταν το πατρογονικό σπίτι της οικογένειας απ' όπου είχαν φύγει κάποια τέκνα της για να βρουν αλλού την τύχη τους.  Με τους θείους και τα ξαδέλφια του από τη Λευκάδα μιλούσε όλον τον υπόλοιπο χρόνο.

Στενό της Χώρας
Καμιά φορά, σ' αυτές τις οικογενειακές διακοπές, περνούσαμε και από την Πρέβεζα, να δει ο πατέρας μου το σπίτι όπου είχε μεγαλώσει (έχω πει, τυχαίο γεγονός η σύνδεση με την Πρέβεζα). να συναντήσει κάποιους παιδικούς φίλους, συνάδελφους στις σκανταλιές, να δούμε τη γιορτή της σαρδέλας. Λίγες μέρες μόνο. Οι βασικές διακοπές ήταν στη Λευκάδα.
Βεβαίως, εγώ και η αδελφή μου αρχίζαμε τις διακοπές μόλις τελείωναν τα σχολεία. Πηγαίναμε στο εξοχικό που είχαν σκαρώσει γρήγορα οι γονείς μου, κοντά στην Αθήνα, σε ένα άγνωστο τότε μέρος.  Ρεύμα δεν υπήρχε, φωτιζόμασταν με λουξ και λάμπες πετρελαίου, μαγειρεύαμε με υγραέριο και τα ψητά τα στέλναμε στο μοναδικό φούρνο,  τα χωράφια με τα στάρια τα θέριζαν τον Ιούνη κι απέμεναν τα υπόλοιπα να μας αγκαθώνουν τα πόδια μέχρι να πατηθούν.
Το κριτήριο για ν' αγοραστεί το οικόπεδο τότε ήταν μέχρι πού έφτανε ο παγοπώλης, αναγκαίος ο πάγος του για τη θερινή επιβίωση μιας γιαγιάς με τα δυο της εγγόνια.
Οι γονείς μου έρχονταν τα σαββατοκύριακα. Τους περίμενα με αδημονία, να μου φέρουν τον αθηναϊκό αέρα που μου έλειπε τόσον καιρό μακριά. Αλλά τον Αύγουστο, ξεκίναγε η Λευκάδα. Μπορεί να περνούσαμε κι από την Πρέβεζα, καμιά βόλτα από τα Γιάννενα ή την Πάργα αλλά το βασικό κομμάτι ήταν η Λευκάδα.

 Στα κρυστάλλινα νερά στο Περιγιάλι, αλλού γαλάζια, αλλού σμαραγδί κι αλλού πράσινα, κολυμπούσα ακούγοντας ιστορίες για τα νησιά του Ωνάση απέναντι, ιστορίες από τα χωριά, ιστορίες της οικογένειας.                                                                            
Το νησί από ψηλά
Ο πατέρας μου κι ο θείος μου έπιαναν χταπόδια και το βράδυ τα έψηναν στη θράκα και οι μυρωδιές τραβούσαν τουρίστες που έκαναν κάμπινγκ στα γύρω.
Καμιά φορά πηγαίναμε βόλτα με το πριάρι του θείου ή με το κανό που κουβαλούσαμε τόσα χιλιόμετρα για να το χαρούμε εκεί, στο Ιόνιο. Τα βράδια ο θείος ανοιγόταν με το πριάρι και έριχνε την κοφίνα. Τη μάζευε το πρωί γεμάτη με ροφούς και άλλα εκλεκτά ψάρια.


Άλλες φορές πηγαίναμε στο πανηγύρι στο Νυδρί, ποδαράτο ή με το αυτοκίνητο να χαζέψουμε. Εκεί ανακάλυψε ένας Αυστριακός που είχε πιάσει φιλίες με τους γονείς μου, τον Σπύριντον, έναν τύπο σε ένα καφενείο στο λιμάνι, όπου σερβίριζε νόστιμο παγωτό μαζί με φράουλα σταφύλι γλυκό του κουταλιού. Η μητέρα μου απ' την άλλη είχε ανακαλύψει τα τυροκούλουρα της κας Σταματίνας (ή κάπως έτσι ήταν τ' όνομα της), σε ένα παράδρομο του κεντρικού δρόμου.
Βολτάροντας στο Περιγιάλι, έξω από τα ενοικιαζόμενα και τα κάμπινγκ, πρωτάκουσα θυμάμαι τους Dire Straits να τραγουδούν το Sultans of Swing και μου άρεσε τόσο ώστε μου έμεινε το τραγούδι και το έψαξα όταν γύρισα στην Αθήνα.

Όταν ερχόταν η ώρα, κατεβαίναμε στη Χώρα να δούμε τις Γιορτές Λόγου και Τέχνης, να φάμε γλυκό απ' του μπάρμπα-Αντρέα, να επισκεφθούμε το μπάρμπα-Γιάννη και τη θειά Κούλα.
Λευκάδα, θύρα εκκλησίας
Πολύ δεν ήθελα να καταλάβω ότι η Αθήνα ήταν μια απρόσωπη και τυχαία πατρίδα, όπου  οι περισσότεροι από κάπου αλλού μαζευόμασταν.
Ατένιζα με συγκίνηση τη Γύρα από τη Φανερωμένη, κοίταζα με ενδιαφέρον  - για την εφηβική μου ηλικία- τις αγιογραφίες του Προσαλέντη, έβλεπα το μεγαλείο στην ποίηση του Βαλαωρίτη , εξυμνούσα  τη ζωή του Σικελιανού και κατάλαβα ότι ήμουν λευκαδίτισσα, ότι αυτή η επτανήσια νοοτροπία, πες την τρέλα, μου πήγαινε, ήταν μέσα μου. Επιτέλους είχα μια πατρίδα δική μου, διαφορετική από εκείνη των φίλων μου της εφηβικής παρέας, διαφορετική από εκείνη των γειτόνων, των συμμαθητών. Ένοιωσα ότι είχα πλέον μία ταυτότητα. Την οποία, βεβαίως, έπρεπε να υπηρετήσω.

Κατ' αρχάς, έπρεπε να ξεκαθαρίσει η σύγχυση που επικρατούσε στην εν Αθήναις οικογένεια σχετικά με την καταγωγή μας. Διότι ο πατέρας μου και η αδελφή του, μεγαλωμένοι στην Πρέβεζα, διέδιδαν ότι ήταν από εκεί και όχι από τη Λευκάδα. Και η άλλη μισή εν Αθήναις οικογένεια (του αδελφού του παππού μου  ), έλεγαν ότι είναι από τη Λευκάδα. Όχι, η σύγχυση έπρεπε να ξεκαθαρίσει,. Μέχρι σήμερα είμαι ταγός στην προσπάθεια αυτή. Η Λευκάδα είναι η πατρίδα της οικογένειας μας, από εκεί ερχόμαστε, το αίμα μας είναι λευκαδίτικο, η σκέψη μας και το ταμπεραμέντο μας είναι σαφώς επτανήσια. Τι αν δεν πέρασα παιδικά χρόνια στη Λευκάδα, τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια είναι γεμάτα από τις αναμνήσεις της και γεμίζουν την ψυχή μου.

Καλό σαββατοκύριακο.